βροντόκραυγος

βροντόκραυγος
-η, -ο
με βροντερό ήχο («των βροντόκραυγων αρμάτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κραυγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”